- ποιητικός
- -ή, -ό / ποιητικός, ή, -όν, ΝΜΑ [ποιητής]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική εικόνα» γ. «ποιητική σύλληψη» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῡσι», Ισοκρ.)2. αυτός που είναι προικισμένος με ποιητική φαντασία, που έχει το χάρισμα τού ποιητή3. φρ. α) «ποιητικῇ ἀδείᾳ» — με την ιδιαίτερη ελευθερία στη χρήση τής γλώσσας την οποία αναγνωρίζει κανείς στους ποιητέςβ) «ποιητικό(ν) αίτιο(ν)»γλωσσ. συντακτικός όρος που δηλώνει το πρόσωπο ή το πράγμα από το οποίο προέρχεται το πάθος τού υποκειμένου τού παθητικού ρήματοςγ) «Περὶ ποιητικῆς» — τίτλος έργου τού Αριστοτέλουςνεοελλ.1. αυτός που μπορεί να εμπνεύσει ποιητή, που προκαλεί έντονη συγκίνηση (α. «ποιητικό ηλιοβασίλεμα» β. «ποιητικά μάτια»)2. το θηλ. ως ουσ. η ποιητικήα) ιδιαίτερη ποιητική ικανότητα, η προσωπική σύλληψη και τεχνοτροπία ενός ποιητήβ) η θεωρία για την ουσία και τη μορφή τής ποίησηςαρχ.1. ικανός να παράγει, να δημιουργεί2. επινοητικός, εφευρετικός3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ποιητικήα) η τέχνη τού ποιητή, η σύνθεση ποιημάτωνβ) τα ποιητικά δημιουργήματαγ) η δημιουργικότηταδ) το φυτό κισσός ο χρυσόκαρπος4. (το ουδ. πλ. ως ουσ.) τὰ ποιητικάεπαρκείς αιτίες.επίρρ...ποιητικά/ποιητικῶς ΝΜΑόπως ταιριάζει στην ποίηση.
Dictionary of Greek. 2013.